- ἐγχειριζομένους
- ἐγχειρίζωput into one's handspres part mp masc acc plἐγχειρίζωput into one's handspres part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επανατίθημι — ἐπανατίθημι (Α) [τίθημι] 1. τοποθετώ κάτι πάνω σε άλλο, επιθέτω («φέρ ἐπαναθῶ σοι καὶ ξύλον», Αριστοφ.) 2. ενεργ. αναθέτω ξανά ή απλώς αναθέτω, επιφορτίζω κάποιον και παθ. με την ίδια σημασία 3. μέσ. (με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ.) κληροδοτώ 4.… … Dictionary of Greek